άσειστος

άσειστος
η , ο [ος , ον ]
1) непоколебленный; 2) твёрдый, непоколебимый (о человеке); незыблемый, устойчивый (о вере, взглядах); 3) не сейсмический;

άσειστη περιοχή — местность, не подверженная землетрясениям


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "άσειστος" в других словарях:

  • ἄσειστος — unshaken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσειστος — η, ο (AM ἄσειστος, ον) [σείω] 1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος 2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • άσειστος — η, ο επίρρ. α ακλόνητος, ατράνταχτος, ασάλευτος: Στις απόψεις του εκείνες μένει πάντα άσειστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσείστως — ἄσειστος unshaken adverbial ἄσειστος unshaken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσειστον — ἄσειστος unshaken masc/fem acc sg ἄσειστος unshaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσείστου — ἄσειστος unshaken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσείστους — ἄσειστος unshaken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσείστῳ — ἄσειστος unshaken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσειστα — ἄσειστος unshaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσειστε — ἄσειστος unshaken masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσειστοι — ἄσειστος unshaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»